- ἀτμάν
- ἀτμά̱ν , ἀτμήfem acc sg (doric aeolic)ἀτμά̱ν , ἀτμόςsteamfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀτμᾶν — ἀτμή fem gen pl (doric aeolic) ἀτμός steam fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek
σαμσάρα — Ένα από τα δόγματα της ινδικής σκέψης, μαζί με το κάρμα του οποίου είναι αναγκαίο επακόλουθο· συνοψίζει τη διδασκαλία των μετεμψυχώσεων ή των μετενσαρκώσεων. Ο όρος σαμσάρα σημαίνει «ρεύμα» και προέρχεται από τη σανσκριτική ρίζα sar (= τρέχω… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
Βέδες — Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες,… … Dictionary of Greek
βραχμανισμός — Συλλογική ονομασία των ινδικών αιρέσεων και φιλοσοφικών σχολών που θεωρούνται ότι στηρίζονται στην αυθεντία των ιερών γραφών, που είναι γνωστές ως Βέδες. Υπάρχει επίσης και μία αρσενική θεότητα, ο Βράχμαν, που στις μεταγενέστερες Βέδες… … Dictionary of Greek
πούρουσα — Όρος της σανσκριτικής (= άνθρωπος) που υποδηλώνει το σύμβολο της αρσενικής πολικότητας του παγκοσμίου πνεύματος (Βράχμαν) το οποίο αναφέρεται στις Βέδες ως ο κοσμικός (δηλ. του σύμπαντος) άνθρωπος, από την αυτοθυσία του οποίου γεννήθηκαν όλα τα… … Dictionary of Greek
σαντού — (στη σανσκριτική = αγαθός, άγιος). Όνομα που δίνεται στους γιόγκι και στους σα μνυάσιν, οπαδούς των ακραίων μορφών της γιόγκα, οι οποίες σκοπό έχουν να πραγματοποιήσουν (σαντάνα) στη ζωή την ταύτιση μεταξύ ατομικού (άτμαν) και παγκόσμιου… … Dictionary of Greek